ελάφρωμα

ελάφρωμα
τό
1) прям. , перен. облегчение; 2) смягчение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ελάφρωμα" в других словарях:

  • ελάφρωμα — το το να καταστεί κάτι ελαφρότερο, ευκολότερο ή λιγότερο δυσβάτακτο …   Dictionary of Greek

  • αλάφρεμα — το [αλαφραίνω] το ελάφρωμα …   Dictionary of Greek

  • αλάφρωμα — το [αλαφρώνω] το ελάφρωμα* …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»